αφαρμάκωτος

αφαρμάκωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει δηλητηριαστεί
2. αυτός που δεν πέρασε μεγάλες πίκρες στη ζωή του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδηλητηρίαστος — η, ο [δηλητηριάζω] 1. αυτός που δεν δηλητηριάστηκε, ο αφαρμάκωτος 2. που δεν έχει υποστεί ηθική βλάβη, ο ηθικά άφθαρτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”